-
1 ἀΐζηλος
ἀΐζηλος, ον,A = ἀΐδηλος, unseen, τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεός v.l. (prob. Aristarch.) in Il.2.318.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀΐζηλος
-
2 ἀίζηλος
ἀίζηλος: unseen; τὸν μὲν ( δράκοντα) ἀίζηλον θῆκεν θεός, ‘put out of sight,’ Il. 2.318† (v. l. ἀρίζηλον).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀίζηλος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий